χηβάδα — η, Ν η αχηβάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. χήμη «είδος κοχυλιού», μέσω ενός αμάρτυρου *χημάδα (βλ. και λ. αχηβάδα)] … Dictionary of Greek
κοχύλι — το (AM κογχύλιον) 1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα 2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.) αρχ. κόχλος, σαλιγκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κυδώνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 97 κάτ.) της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζακυνθίων του νομού Ζακύνθου. * * * το (Μ κυδώνιον και κυδώνιν) ο καρπός τής κυδωνιάς, ο οποίος έχει χρώμα κίτρινο, μορφή μεγάλου αχλαδιού και στυφή γεύση νεοελλ … Dictionary of Greek
μύαξ — ο (ΑΜ μύαξ) ζωολ. το μύδι μσν. αρχιτ. το επάνω μέρος τής κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα αρχ. 1. όστρακο, καύκαλο 2. κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο τής λ. μῦς* (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, δηλωτικό… … Dictionary of Greek
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek